εφείκοστα

εφείκοστα
ἐφείκοστα, τὰ (Α)
πάπ. πρόσθετος φόρος κατά 1/20 πάνω στην κύρια αξία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εἰκοστά. Η δασύτητα αναλογική προς το ἔφεκτος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”